- θνῆσις
- θνῆσις, εως, ἡ,A mortality, in a plague, Ruf.Fr.69;
πολλὴ θ. γέγονε Stud.Pal.22.338
(i A.D.);νηπίων Cat.Cod.Astr.7.126
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλὴ θ. γέγονε Stud.Pal.22.338
(i A.D.);νηπίων Cat.Cod.Astr.7.126
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θνήσις — θνῆσις, ἡ (ΑΜ, Μ και θνήση) [θνῄσκω] θάνατος, θανατικό προερχόμενο κυρίως από λοιμό μσν. σφαγή, καταστροφή, αφανισμός … Dictionary of Greek
θνῆσις — mortality fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσει — θνῆσις mortality fem nom/voc/acc dual (attic epic) θνήσεϊ , θνῆσις mortality fem dat sg (epic) θνῆσις mortality fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσεις — θνῆσις mortality fem nom/voc pl (attic epic) θνῆσις mortality fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνῆσιν — θνῆσις mortality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιγέννητος — η, ο αυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α γέννητος αρτι γέννητος] … Dictionary of Greek
θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
θνησιγονία — η 1. η γέννηση νεκρού βρέφους 2. η τάση για γέννηση θνησιγενών νεογνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γονία < γόνος (πρβλ. αρχαιο γονία, ιδιο γονία)] … Dictionary of Greek
θνήσεως — θνήσεω̆ς , θνῆσις mortality fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)